πρατιστος

πρατιστος
    πράτιστος
    Theocr. superl. к πρᾶτος См. πρατος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πρατιστος" в других словарях:

  • πράτιστος — η, ον, Α δωρ. τ. βλ. πρώτιστος …   Dictionary of Greek

  • πράτιστος — πρά̱τιστος , πρᾶτος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρώτιστος — η, ο / πρώτιστος, ίστη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, και δωρ. τ. πράτιστος, ίστη, ον Α (ως υπερθετικό τού πρώτος) 1. ο πρώτος ανάμεσα σε όλους, ο πρώτος πρώτος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πρώτιστα κυρίως, πρώτα πρώτα νεοελλ. 1. συνεκδ. κυριότατος, ο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»